- τορριντόνιος
- -α, -ο, Νφρ. «τορριντόνια σειρά» ή, απλώς, «το τορριντόνιο»γεωλ. μεγάλη υποδιαίρεση τού ανώτερου προκαμβρίου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια της στη Μεγάλη Βρετανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. torridonian (series) < Loch Torridon, όρμος στη βορειοδυτική ακτή τής Σκωτίας].
Dictionary of Greek. 2013.